ἰανογλέφαρος

ἰανογλέφαρος
ἰανογλέφαρος
Grammatical information: adj.
Meaning: `with violet-blue eyes'(Alkm. 13, 69, of girls), cf. ἰανοκρήδεμνος ἴοις ὅμοιον τὸ ἐπικράνισμα H.;
Compounds: so extended from ἰο-γλέφαρος (Pi.) after the comparable compp. with κυανο- (ἰανογλέφαρος -χαίτης etc.; κυανοβλέφαρος first AP 5, 60); note also ἀγανο-βλέφαρος (Ibyc.). Also ἰανόφρυς PMich. 11, 13 after κυανόφρυς.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: On ἰανογλέφαρος Taillardat Rev. de phil. 79, 131ff., and Treu Von Homer zur Lyrik 265 u. 285. Not with Kretschmer KZ 32, 539, Johansson ibd. 543 = ἑᾱνός; nor with Bq (s. ἑᾱνός) from ἰαίνω.
Page in Frisk: 1,704

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιανογλέφαρος — ἱανογλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιο γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α συνθετικό κυανο (πρβλ. κυανο βλέφαρος)] …   Dictionary of Greek

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

  • ιανοκρήδεμνος — ἰανοκρήδεμνος, ον (Α) 1. αυτός που φοράει μενεξεδιά μαντήλα, μενεξεδί κεφαλόδεσμο 2. στεφανωμένος με ία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιανο (πρβλ. ιανογλέφαρος) + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος, μαντήλι κεφαλιού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”